aaaa | aaaa |
text
also available in English
|
a |
|
|
![]() |
Ο
κόσμος είναι ένα κρεμμύδι που το ξεφλουδίζουμε
κλαίγοντας (Γαλλική παροιμία) ― ΔΕΝ ΠUΛΙΕΤΕ
ΤΙΠΟΤΑ…ΘΑ ΓΙΝΟ ΠΟΣΤ-MODEΡN ΣΑΝ ΤΙΝ ΜΑΡΙΝΑ
ΑbΡΑΜΟΒΙΤΣ…ΘΑ ΚΑΝΟ ΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΕΡΦΟΡΜΑΝΣ…
ΣΚΕΦΤΟΜΕ ΓΙΑ ΑΡΧΙ ΝΑ ΚΟΨΟ…ΤΟ ΑΦΤΙ ΜU. (διάλογος μεταξύ
Vincent van Gogh και ‘Ματιού που Δακρύζει’, από την
ταινία ‘Ένας Κόσμος Φτιαγμένος από Δάκρυα’.) |
||||
Η
καλλιτέχνιδα στήνει ένα νοηματικό ιστό που
περιπλέκει την ισχύουσα διάκριση ανάμεσα σε
δάκρυα αντανακλαστικά και συναισθηματικά. Είναι
γνωστό ότι η εξερεύνηση του σώματος και των
φυσιολογικών μας αντιδράσεων σε πλαίσια
ανατροπής και πειραματισμού είναι μες στα
ενδιαφέροντα της τέχνης των πρόσφατων δεκαετιών,
και τα δάκρυα δε θα μπορούσαν να αποτελέσουν
εξαίρεση (Bas Jan Ader, Georgina Starr, Nao Bustamante, Abramovic). Όταν
δεν πλατειάζει, η σύγχρονη τέχνη πλαταίνει την
κατανόηση ανθρώπινων συμπεριφορών,
αναδεικνύοντας παραμέτρους που μέχρι τούδε
συσκοτίζονταν από στερεότυπα. Παλαιότερα, στο άκουσμα ενός ‘Κόσμου Φτιαγμένου από Δάκρυα’ το πιθανότερο θα ’ταν να ανακαλέσουμε σχετικούς στίχους ενός Λόρδου Βύρωνα, έναν Έντγκαρ Άλλαν Πόου, που έβρισκε πως κάθε είδους ανώτερη ομορφιά προκαλεί δάκρυα στις ευαίσθητες ψυχές, ή τέλος πάντων αντιλήψεις που αν δεν παρήγαγε, σίγουρα προήγαγε ο ευρωπαϊκός Ρομαντισμός. Ο πολύπαθος ευρωπαϊκός Ρομαντισμός, που και τί δεν έχει υποφέρει στα χέρια και τα λογύδρια των εκλαϊκευτών του. Κι όμως υπάρχει ένα συγκλονιστικό μερίδιο αλήθειας κι ενεργητικότητας στις ρομαντικές αντιλήψεις, που κατορθώνει κι αντιστέκεται σε πείσμα της πολιτιστικής βιομηχανίας και των δακρυγόνων υποπροϊόντων της, δηλ. εκείνων που πλασάρουν την κατ’ επίφαση δυνατή συγκίνηση, εκείνων που ουσιαστικά στοχεύουν στο κατασταλτικό δάκρυ του κιτς (όπως διέγνωσε ο Μίλαν Κούντερα στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι). Και σε τί φταίει η ζωγραφική; Σε τίποτα δε φταίει η ζωγραφική. Η ειλικρινής ζωγραφική. Για να μιλήσουμε με τη γλώσσα του Σπάρταλη, ένας σημερινός Van Gogh θα αδικούσε τόσο τον εαυτό του κάνοντας μόνο ‘εικαστικές περφόρμανς’ όσο ένας Da Vinci που θα έβαζε μουστάκι στη Mona Lisa (στον Duchamp επιτρέπεται). Τί άλλο μπορεί να είναι η τέχνη παρά συγκοινωνούντα δοχεία εκφραστικών μέσων και παραγωγικός διάλογος σε καθεστώς ελευθερίας; Ίσως να χρειάζεται το ένα μάτι να δακρύζει για να μπορεί να βλέπει το άλλο... και να αντιπαλέψει όχι μόνο τα προαναφερθέντα στερεότυπα του παρελθόντος, αλλά κι αυτά που εδραιώνονται σήμερα γύρω μας, και που θέλουν να μετατρέψουν την ιδιότητα του ‘σύγχρονου’ καλλιτέχνη σε ταμπέλα καταστήματος ή κάρτα επισκεπτηρίου. Χωρίς να εκβιάζει το ‘σύγχρονο’, η έκθεση των Σπάρταλη, Μέγγου και Δελφίνο δίνει μια ιδέα της ποικιλίας μέσων και προσεγγίσεων σε ένα θέμα γοητευτικό όσο και ανεπίδεκτο αναλυτικών συμπερασμάτων. Είναι απροσπέλαστη η μυστηριώδης ‘χώρα των δακρύων’, όπως γράφει ο Saint-Exupery (στον Μικρό Πρίγκιπα), κι η τέχνη βρίσκει εδώ γόνιμο χώρο να εικάσει - από την εναλλαγή παράλογου χιούμορ, κυνισμού κι ευαισθησίας, μέχρι τη λιτή ενδοσκόπηση και την κατάνυξη. Η ιδέα για την έκθεση προήλθε από την απολαυστική ομώνυμη 60λεπτη ταινία του Άγγελου Σπάρταλη, που δίκαια προκάλεσε αίσθηση στο περσινό φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Η Κρίστη Μέγγου, η Ιωάννα Δελφίνο, και ο ίδιος ο Σπάρταλης προσθέτουν μια σειρά από ζωγραφικά και χαρακτικά έργα, αναψηλαφώντας πτυχές της περί δακρύων προβληματικής, αλλά σε καμιά περίπτωση με στενούς προγραμματικούς περιορισμούς. Αυστηρή θεματική συνοχή δεν υπάρχει, κι ούτε θα’ ταν προϋπόθεση μιας ενδιαφέρουσας καλλιτεχνικής συνεύρεσης. Συνολικά συντίθεται κι εκτίθεται ένας διάλογος ανάμεσα σε ‘νέα’ και παραδοσιακά μέσα, στην ιστορία και το παρόν της τέχνης, στο συγκεκριμένο και τη μεταφορά, στις προσωπικές μνήμες και την κατά περίπτωση εκφορά τους. Εδώ το δάκρυ δεν εικονογραφείται. Στις ασκητικές προσωπογραφίες της Μέγγου και στις ανοιχτά συμβολικές σειρές του Μπλε Βιβλίου και του Γήρατος της Ψυχής, το δάκρυ παρουσιάζεται μάλλον υπαινικτικά. Σαν μια εσωτερική διαδικασία που μπορεί να εμπεριέχει την απέλπιδα αυτοσυγκράτηση του ενήλικα. Η Κρίστη Μέγγου δουλεύει κυρίως με τη διαίσθηση, δεν ακολουθεί κάποιο ‘κείμενο’. Η γραφή στο Γήρας της Ψυχής δεν έχει γραμμικά εξηγητικό χαρακτήρα, ενώ η όλη ιδέα προέρχεται από ένα προσωπικό βίωμα: η ζωγράφος το διαπραγματεύεται αναγωγικά, προς γενικότερους φόβους φθοράς και απώλειας - το βιολογικό σε ψυχολογικό. Με καταβολές στη ρομαντική τοπιογραφία, στον αέρινο Chagall αλλά και στον πληγιασμένο βρετανικό ρεαλισμό του Lucian Freud, η Μέγγου ιχνεύει το διάστημα μεταξύ παραμυθένιας απογείωσης και συντριβής. Η Ιωάννα Δελφίνο κοιτάζει κατά τη μεριά των μοντερνιστικών πρωτοποριών. Αντλεί από τις λοξές προοπτικές και τα δυνατά χρώματα της ζωγραφικής του Van Gogh και της Bruecke, αναφέρεται στις εξπρεσιονιστικές ξυλογραφίες, καθώς -του θέματος βοηθούντος- και σε περισσότερο αφηρημένες τάσεις είτε κατασκευαστικές (Ναυπηγεία) είτε σουρεαλιστικές (Μάτι που Τρέχει). Η εμψυχωμένη φύση, τα ομιλούντα και συνομιλούντα αντικείμενα είναι το πεδίο της Δελφίνο. Τα σπίτια κι οι αποθήκες μιας Περασμένης Πόλης, το ταπεινό μπαλκονάκι απ’ όπου Κάποιος Κοιτούσε, αποκτούν τη φωνή τους μέσα από προσωπικές μνήμες και την καλλιτεχνική ενσυναίσθηση. Αναμφίβολα υποβόσκει μια διάθεση μελαγχολίας - όμως όχι παθητικότητας (το χρωματικό λεξιλόγιο την αποκρούει). Η διέξοδος έρχεται στο Μάτι που Τρέχει - και με τις δύο σημασίες του. Τα δάκρυα τρέχουν καλύτερα από μάτια ανήσυχα, αεικίνητα. Αλλ’ αν δε θέλεις να κλάψεις, να ξεχύσεις σε δάκρυα την πορφυρένια μελαγχολία σου, τότε πρέπει να τραγουδήσεις, ω ψυχή μου! λέει ο Ζαρατούστρα του Νίτσε. Και ο Άγγελος Σπάρταλης έφτιαξε μια ταινία για τα δάκρυα σαν τραγούδι. Μια ταινία όπου η μόνη που δακρύζει στην οθόνη είναι η νεογέννητη κορούλα του (κλαίμε όταν γεννιόμαστε, όχι όταν πεθαίνουμε). Στα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του καλλιτέχνη προστίθενται ο Αλέξης Πολίτης και ο Νίκος Κούνδουρος, και όλοι μιλούν διαδοχικά για τα δάκρυα: πότε δακρύζουμε, πώς δακρύζουμε, πότε δακρύσαμε για τελευταία φορά; Η κάμερα εστιάζει στα μάτια των πρωταγωνιστών, σα να θέλει να μας πει το βασικότερο: δεν σε συγκινεί κανένα δάκρυ εάν δε σ’ έχει συγκινήσει πρώτα το βλέμμα. Γι αυτό ακριβώς και ο Σπάρταλης θα ζωγραφίσει τους ήρωές του με έναν προσωπικό εξπρεσιονισμό - της κατάφασης, της περιπετειώδους αλλά όχι κραυγαλέας επιφάνειας (περιοχές της οποίας ‘σηκώνει’ με τσιμέντο), αξιοποιώντας στοιχεία από τους Γάλλους Φωβ μέχρι τους πρόσφατους Γερμανούς Νεο-άγριους. Με τις προσωπογραφίες αυτές επιστρέφει στην παραστατική ζωγραφική, όπου προφανώς έχει ακόμα πολλά να πει. Και πάλι στην ταινία, τώρα: Ο καλοπροαίρετος μαέστρος-προβοκάτορας διευθύνει αόρατα το καστ και μοντάρει εξαιρετικά τούτο το ‘ανακριτικό’ ντοκιμαντέρ. Ενδιάμεσα παρεμβάλλει καρτούν ιστορίες με πρωταγωνιστή το περιπλανώμενο ‘Μάτι που Δακρύζει’: συναντά κανίβαλους βασισμένους σε φιγούρες του Basquiat και γλιτώνει απειλώντας τους με την ανάγνωση ...γερμανικής ποίησης (του ρομαντικού Hoelderlin) - με τη σειρά του θα υποκύψει μπροστά στην ίδια ακριβώς απειλή όταν θα την ξεστομίσουν τα ‘ευγενικά UΦΟ’ και θα γίνει ‘πειραματόζωο’ στις ακτίνες τους - παρακάτω θα συναντήσει τον Van Gogh και θα του αποκαταστήσει την πίστη στη ζωγραφική... Και ακόμα: μάγισσες του Goya κείτονται τρομαχτικά σε νοσοκομειακές κλίνες, ένας νεκρός λαγός ξεπηδάει από την κατσαρόλα με το στιφάδο και τρέχει σαν τον ‘τρελό λαγό’ του Μίλτου Σαχτούρη... Εν ολίγοις, ένα ντελίριο, που μας κάνει να σκεφτούμε τους ιστορικούς πρωτοπόρους του animation, τον Μποστ, τον David Lynch του ’70 (‘The Grandmother’ και ‘Eraserhead’), ίσως και τους Monty Python. Δικαιολογημένα ο Μάνος Στεφανίδης χαρακτηρίζει τον τρόπο του καλλιτέχνη ‘μεθοδευμένα αναρχικό’. Σάμπως τέτοια δεν ήταν η αναρχία των Ντανταϊστών; Όπως με εκείνους, έτσι και με τον Σπάρταλη, υπάρχει μπόλικη οδύνη στα θεμέλια, αλλ’ ακόμα περισσότερη ελπίδα. Είναι ένας ‘παραμυθάς’-απομυθοποιητής. Αποδομεί για να χτίσει χώρους βιώσιμους, πιστεύοντας στη δυναμική του μοντερνισμού σαν ιστορικά ανολοκλήρωτο, και παρήγορα ανεξάντλητο εγχείρημα. Δεν υπάρχει καλλιτεχνικό μέσο που να μην μπορεί να αξιοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, και ο πολυσχιδής Σπάρταλης το ξέρει από καιρό.
|
|||||
aaaa |
|
a | |||
a | a |